παραλίτης
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, one of the crew of the Πάραλος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 487] ὁ, der Matrose von dem Schiffe πάραλος, Poll. 8, 116.
Greek (Liddell-Scott)
παραλίτης: «ὁ ἀπὸ τῆς παράλου· ἡ δὲ ... ἐστιν ἱερὰ ναῦς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α πάραλος
(κατά τον Ησύχ.) μέλος του πληρώματος της Παράλου, του ιερού πλοίου τών Αθηναίων.