θέλκταρ
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
Full diacritics: θέλκταρ | Medium diacritics: θέλκταρ | Low diacritics: θέλκταρ | Capitals: ΘΕΛΚΤΑΡ |
Transliteration A: thélktar | Transliteration B: thelktar | Transliteration C: thelktar | Beta Code: qe/lktar |
τό,= θέλγητρον, Hsch. (θέρκαλ cod.).
θέλκταρ: τό, = θέλγητρον, Ἡσύχ.
θέλκταρ, το (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θέλγητρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -ταρ, πιθ. κατά τα ίκταρ, νέκταρ (βλ. και λ. θέλγητρο)].