θέλκταρ

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλκταρ Medium diacritics: θέλκταρ Low diacritics: θέλκταρ Capitals: ΘΕΛΚΤΑΡ
Transliteration A: thélktar Transliteration B: thelktar Transliteration C: thelktar Beta Code: qe/lktar

English (LSJ)

τό,= θέλγητρον, Hsch. (θέρκαλ cod.).

Greek (Liddell-Scott)

θέλκταρ: τό, = θέλγητρον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θέλκταρ, το (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θέλγητρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -ταρ, πιθ. κατά τα ίκταρ, νέκταρ (βλ. και λ. θέλγητρο)].