μονομαχοτρόφος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ὁ, trainer of gladiators, Lat. lanista, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 204] Zweikämpfer, Gladiatoren ernährend, haltend, lanista.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μονομαχοτρόφος, -ον)
(στην αρχαία Ρώμη) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα δημόσια θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος + -τρόφος (< τρέφω)].