προικίδιον
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
τό, small dowry, Dim. of προίξ, Plu.2.767c.
German (Pape)
[Seite 725] τό, dim. von προΐξ, Plut. amator. 21 M.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite dot.
Étymologie: προίξ.
Russian (Dvoretsky)
προικίδιον: (ῐδ) τό [demin. к προΐξ небольшое или жалкое приданое Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προικίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προίξ, Πλούτ. 2. 767C.