μεθέμεν
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
v. μεθίημι. μεθέν, Dor. for ἐμέθεν, v. ἐγώ.
German (Pape)
[Seite 111] = μεθεῖναι, aor. II. zu μεθίημι, Hom.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de μεθίημι.
Russian (Dvoretsky)
μεθέμεν: эп. inf. aor. 2 к μεθίημι.
Greek (Liddell-Scott)
μεθέμεν: ἴδε μεθίημι.
English (Autenrieth)
see μεθίημι.