πασσαγία
From LSJ
English (LSJ)
Ion. πασσαγίη, ἡ, = πανσαγία, Poet. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 532] ἡ, Suid., statt πανσαγία, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πασσᾰγία: ἡ, «πασσαγίην, πανοπλίαν» Σουΐδ., ἴδε πανσαγία.
Greek Monolingual
ιων. τ. πανσαγίη, ἡ, Α
βλ. πανσαγία.
Greek Monotonic
πασσᾰγία: ἡ, = πανσαγία.
Middle Liddell
πασσᾰγία, ἡ, = πανσαγία.]