κύρημα
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
Full diacritics: κύρημα | Medium diacritics: κύρημα | Low diacritics: κύρημα | Capitals: ΚΥΡΗΜΑ |
Transliteration A: kýrēma | Transliteration B: kyrēma | Transliteration C: kyrima | Beta Code: ku/rhma |
[ῠ], ατος, τό, = κύρμα, windfall, Phot., Suid.
[Seite 1536] τό, was Einem begegnet, zustößt, = κύρμα, von Suid. ἐπίτευγμα, ἕρμαιον erkl.
κύρημα: τό, = κύρμα, «ἐπίτευγμα, συγκύρημα, ἕρμαιον» Σουΐδ., Φώτ.
κύρημα, τὸ (Α) κύρω
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα.