θρύλημα
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
-ατος, τό, common talk, by-word, LXXJb.17.6.
Greek (Liddell-Scott)
θρύλημα: (κοινῶς θρύλλος), τό, θέμα κοινῆς ὁμιλίας, «παροιμία» (πρβλ. τὸ Λατ. fabula fies), Ἑβδ. (Ἰώβ. ΙΖ΄, 6).