μιξόλευκος

From LSJ
Revision as of 09:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόλευκος Medium diacritics: μιξόλευκος Low diacritics: μιξόλευκος Capitals: ΜΙΞΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: mixóleukos Transliteration B: mixoleukos Transliteration C: miksolefkos Beta Code: mico/leukos

English (LSJ)

μιξόλευκον, mixed with white, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 189] mit Weiß gemischt, Luc. bis accus. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de blanc.
Étymologie: μίγνυμι, λευκός.

Russian (Dvoretsky)

μιξόλευκος: (лишь) наполовину белый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 1.

Greek Monolingual

μιξόλευκος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξο- του μίγνυμι / μείγνυμι + λευκός.

Greek Monotonic

μιξόλευκος: -ον, ανάμεικτος με λευκό χρώμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μιξό-λευκος, ον
mixed with white, Luc.