κατέσκληκα
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
v. κατασκέλλομαι.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.
Russian (Dvoretsky)
κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.