συνερτικός

From LSJ
Revision as of 09:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερτικός Medium diacritics: συνερτικός Low diacritics: συνερτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synertikós Transliteration B: synertikos Transliteration C: synertikos Beta Code: sunertiko/s

English (LSJ)

v. συνερκτικός.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Russian (Dvoretsky)

συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v.l. συνερκτικός).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).