παραδιώκω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
A reject, A.D.Synt.145.20; = persequor, Glossaria
II Pass., to be hurried along, παραδεδιωγμέναι ἄλογοι (sc. συλλαβαί) D.H.Comp.20.
German (Pape)
[Seite 477] nebenherfolgen, verfolgen, D. Hal. C. V. p. 284.
Greek Monolingual
Α
βλ. παραδιώχνω.