προθεραπεία
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἡ, Rhet.,
A preparation for the introduction of something startling, Hermog.Inv.4.12.
II Medic., preliminary treatment, Orib.Fr.55.
German (Pape)
[Seite 723] ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προθερᾰπεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι πολλάκις ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179.
Greek Monolingual
ἡ, Α προθεραπεύω
1. (ρητ.) η προετοιμασία του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο
2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.