προθεραπεία

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθερᾰπεία Medium diacritics: προθεραπεία Low diacritics: προθεραπεία Capitals: ΠΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Transliteration A: protherapeía Transliteration B: protherapeia Transliteration C: protherapeia Beta Code: proqerapei/a

English (LSJ)

ἡ, Rhet.,
A preparation for the introduction of something startling, Hermog.Inv.4.12.
II Medic., preliminary treatment, Orib.Fr.55.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προθερᾰπεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι πολλάκις ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179.

Greek Monolingual

ἡ, Α προθεραπεύω
1. (ρητ.) η προετοιμασία του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο
2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.