ἀπόστρεπτος
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἀπόστρεπτον,
A turned back, = ἀποστραφείς, Phryn.PSp.15B.
2 hostile, unacceptable, Diogenian. Epicur.4.62.
Spanish (DGE)
-ον
de pers.
1 vuelto atrás Phryn.PS 15.8.
2 odioso, detestable Diogenian.Epicur.Ep.[4] 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστρεπτος: -ον, ὀπίσω ἐστραμμένος, ἀποστραφείς, «ἀπόστρεπτος ἄπιθι: ἀντὶ τοῦ ἀποστραφεὶς ἄπιθι» Α.Β.10.22· ἐχθρικός, ἀπαράδεκτος, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 138D.