detestable
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
loathsome: P. and V. μιαρός, κατάπτυστος, V. μισητός, στυγητός, στυγνός, παντομισής, Ar. and V. ἀπόπτυστος; see hateful.
loathsome: P. and V. μιαρός, κατάπτυστος, V. μισητός, στυγητός, στυγνός, παντομισής, Ar. and V. ἀπόπτυστος; see hateful.
ἀπευκτέος, ἀπόπτυστος, ἀποτρόπαιος, ἀπόστρεπτος