ἐπιπαρεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρεμβάλλω Medium diacritics: ἐπιπαρεμβάλλω Low diacritics: επιπαρεμβάλλω Capitals: ΕΠΙΠΑΡΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epiparembállō Transliteration B: epiparemballō Transliteration C: epiparemvallo Beta Code: e)piparemba/llw

English (LSJ)

A re-form, ἐ. φάλαγγα Plb.12.19.6.
II. intr., fall into line with others, Id.3.115.10, 11.23.5.

German (Pape)

[Seite 968] (s. βάλλω), noch dazu, von Neuem hineinwerfen; τὴν φάλαγγα, die Phalanx herstellen, Pol. 12, 19, 6. Auch intrans., noch dazu einrücken, Pol. 3, 115, 10. 11, 23, 5.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρεμβάλλω: воен.
1 перестраивать (φάλαγγα Polyb.);
2 перестраиваться: ἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. заходить (к неприятелю) слева.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρεμβάλλω: παρεμβάλλω προσέτι ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔρχομαι εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ.

Greek Monolingual

ἐπιπαρεμβάλλω (Α)
1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾶσιν ἐπιπαρεμβαλεῖν τήν φάλαγγα», Πολ.)
2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.).