νεκύσια
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, festival of the dead, PLond.ined.2309r.21 (iii B.C.), Bull.Soc.Alex.7.67 (iii B.C.), Artem.4.81, Eust.1615.2.
German (Pape)
[Seite 238] τά, Todtenopfer, Todtenfeier, Sp., wie Artemid. 4, 83.
Greek (Liddell-Scott)
νεκύσια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, προσφοραὶ εἰς τοὺς νεκρούς, Ἀρτεμίδ. 4. 83, Εὐστ. 1615, 2.
Greek Monolingual
νεκύσια, τὰ (Α)
γενική ονομασία εορτών, τελετών και θυσιών προς τιμήν τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός», κατά τις ονομ. εορτών σε -ια, όπως θαλύσια, γενέσια].