μηνιάω
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
= μηνίω, LXX Si.10.6, D.H.Rh.9.16, Ph.2.31, Ael.NA6.17: Ep. 3pl. pres. μηνιόωσιν A.R.2.247; πρός τι Charito 1.2.
German (Pape)
[Seite 174] poet. = μηνίω, τῷ τοι μέγα μηνιόωσιν, Ap. Rh. 2, 247; vgl. Lob. Phryn. 82.
Greek (Liddell-Scott)
μηνιάω: μηνίω, ὀργίζομαι, εἶμαι ὡργισμένος, Διον. Ἁλ. Τέχ. Ρητ. 9. 16, Αἰλ. π. Ζ. 6. 17, πρβλ. Εὐστ. 95. 11. Τὸ Ἐπ. μηνιόωσιν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 247 εἶναι πιθανῶς ἠμαρτημένον, ἴδε μαλκίω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés;
c. μηνίω.