ξυσματώδης

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμᾰτώδης Medium diacritics: ξυσματώδης Low diacritics: ξυσματώδης Capitals: ΞΥΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: xysmatṓdēs Transliteration B: xysmatōdēs Transliteration C: ksysmatodis Beta Code: cusmatw/dhs

English (LSJ)

ξυσματώδες, full of ξύσματα I. Ic, διαχωρήματα Hp.Prog.11, cf. Acut.52 (Comp.), Coac.621, Aret. SD2.9.

German (Pape)

[Seite 283] ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὡς τὰ ξύσματα, πλήρης ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40· ξ. διαχώρημα π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.

Greek Monolingual

ξυσματώδης, -ῶδες (Α) ξύσμα
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).