ἡνιοχευτικός

From LSJ
Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχευτικός Medium diacritics: ἡνιοχευτικός Low diacritics: ηνιοχευτικός Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniocheutikós Transliteration B: hēniocheutikos Transliteration C: iniocheftikos Beta Code: h(nioxeutiko/s

English (LSJ)

ἡνιοχευτική, ἡνιοχευτικόν, = ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv. ἡνιοχευτικῶς Et.Gud. 672.29.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.

Greek Monolingual

ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.