διακατοχή
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ἡ, holding in possession, SIG742.54(Ephesus, pl.); = Lat. bonorum possessio, POxy.1201.15 (iii A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
posesión, acción de poseer ἡ χρῆσίς ἐστι πλοῦτος, οὐχ ἡ δ. μόνον καὶ ἀχρησία Anon.in Rh.17.37
•ocupación de un territorio τῆς Σπανίας καὶ τῆς Γαλλίας Epiph.Const.Haer.66.83.9
•jur. posesión conforme a derecho IEphesos 8.53 (I d.C.), esp. en la expr. δ. ὑπαρχόντων trad. de lat. bonorum possessio ref. a los derechos hereditarios en ausencia de testamento ἐρωτῶ ... δοῦναί μοι διακατοχὴν ὑπ[αρ] χόντων ... πατρός μου τετελευτηκότος ἀδιαθέτου POxy.1201.11, cf. 6 (III d.C.), cf. SB 9298.9 (III d.C.), 9862.11, 1010.10, PAmh.72.9, POxy.1725.4 (todos III d.C.), Iust.Nou.18.5, Const.δέδωκεν 7, Cod.Theod.5.14.30.
German (Pape)
[Seite 581] ἡ, das Festhalten, der Besitz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακατοχή: ἡ, τὸ κατέχειν, κεκτῆσθαι, Ἐπιφάν. 1. 703, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM διακατοχή) διακατέχω
1. η κατοχή και νομή ξένου πράγματος με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη
2. προσωρινή κατοχή
μσν.
κληρονομιά
αρχ.
πλήρης κατοχή.