διακατοχή

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακατοχή Medium diacritics: διακατοχή Low diacritics: διακατοχή Capitals: ΔΙΑΚΑΤΟΧΗ
Transliteration A: diakatochḗ Transliteration B: diakatochē Transliteration C: diakatochi Beta Code: diakatoxh/

English (LSJ)

ἡ, holding in possession, SIG742.54(Ephesus, pl.); = Lat. bonorum possessio, POxy.1201.15 (iii A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
posesión, acción de poseer ἡ χρῆσίς ἐστι πλοῦτος, οὐχ ἡ δ. μόνον καὶ ἀχρησία Anon.in Rh.17.37
ocupación de un territorio τῆς Σπανίας καὶ τῆς Γαλλίας Epiph.Const.Haer.66.83.9
jur. posesión conforme a derecho IEphesos 8.53 (I d.C.), esp. en la expr. δ. ὑπαρχόντων trad. de lat. bonorum possessio ref. a los derechos hereditarios en ausencia de testamento ἐρωτῶ ... δοῦναί μοι διακατοχὴν ὑπ[αρ] χόντων ... πατρός μου τετελευτηκότος ἀδιαθέτου POxy.1201.11, cf. 6 (III d.C.), cf. SB 9298.9 (III d.C.), 9862.11, 1010.10, PAmh.72.9, POxy.1725.4 (todos III d.C.), Iust.Nou.18.5, Const.δέδωκεν 7, Cod.Theod.5.14.30.

German (Pape)

[Seite 581] ἡ, das Festhalten, der Besitz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακατοχή: ἡ, τὸ κατέχειν, κεκτῆσθαι, Ἐπιφάν. 1. 703, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM διακατοχή) διακατέχω
1. η κατοχή και νομή ξένου πράγματος με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη
2. προσωρινή κατοχή
μσν.
κληρονομιά
αρχ.
πλήρης κατοχή.