ταγματάρχης

From LSJ
Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταγμᾰτάρχης Medium diacritics: ταγματάρχης Low diacritics: ταγματάρχης Capitals: ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: tagmatárchēs Transliteration B: tagmatarchēs Transliteration C: tagmatarchis Beta Code: tagmata/rxhs

English (LSJ)

ταγματάρχου, ὁ, commander, leader of a τάγμα, D.H.20.4, Onos.42.8:—hence ταγματαρχέω, Ph.1.368.

German (Pape)

[Seite 1063] ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταγμᾰτάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τάγματος, Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. Escur.· καὶ ταγμάταρχος, ὁ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1048, 2257, 4074, 4221: ― ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ταγμᾰταρχέω, Φίλων 1. 368· καὶ οὐσιαστ. ταγματαρχία, ἡ, Διον. Ἀρεοπ. σ. 21C.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχηγός τάγματος
νεοελλ.
βαθμός ανώτερου αξιωματικού, ανώτερος του λοχαγού και κατώτερος του αντισυνταγματάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, -ατος + -άρχης].