φαρμακοποιία
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ἡ, pharmacopoeia, pharmacy, preparation of drugs, the art of preparing medicines D.L.7.117.
German (Pape)
[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκοποιΐα: ἡ искусство приготовления снадобий Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.
Greek Monolingual
η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.