Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Full diacritics: ὀμβρώδης | Medium diacritics: ὀμβρώδης | Low diacritics: ομβρώδης | Capitals: ΟΜΒΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: ombrṓdēs | Transliteration B: ombrōdēs | Transliteration C: omvrodis | Beta Code: o)mbrw/dhs |
ὀμβρώδες, rainy, χωρία Thphr. HP 8.7.1, cf. Ptol.Tetr.94, Vett.Val.6.5.
[Seite 330] ες, regnig, Sp.
ὀμβρώδης: -ες, βροχερός, Πτολεμ. Τετράβ. 94.
ὀμβρώδης, -ῶδες (Α) όμβρος
βροχερός.