ἀμόχθητος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ἀμόχθητον, ἄμοχθος, not fatigued Opp.C.1.456. Adv. ἀμοχθήτως = without effort Babr.9.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no trabajoso, que no cansa, δίαιτα Alc.61.12.
2 infatigable ὀπωπαί Opp.C.1.456.
II adv. ἀμοχθήτως = sin fatiga ὄψον ἐλπίσας ἀ. ... ἥξειν Babr.9.2, cf. 103.9.
German (Pape)
[Seite 128] = ἄμοχθος, Eur. Archel. frg. 12; Opp. C. 1, 455; adv. ἀμοχθήτως, Babr. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόχθητος: -ον, = ἄμοχθος, Ὀππ. Κ. 1. 456. - Ἐπίρρ. ἀμοχθήτως Βαβρ. 9. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμόχθητος, -ον) μοχθῶ
αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος.
Greek Monotonic
ἀμόχθητος: -ον, = το επόμ.· επίρρ. ἀμοχθήτως, σε Βάβρ.