γλωττοειδής
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
γλωττοειδές, tongue-shaped, Arist.HA528b30; γλωσσ, v.l. in Dsc.4.88.
Russian (Dvoretsky)
γλωττοειδής: имеющий форму языка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γλωττοειδής: ἐς, ἔχων σχῆμα γλώσσης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 2, 22, κτλ.· ἐν Διοσκ. 2. 216 γλωσσοειδής.
Greek Monolingual
-ές (AM)
βλ. γλωσσοειδής.