διασκεδαστής
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
διασκεδαστοῦ, ὁ, scatterer, as adjective, extravagant, reckless, τρόπος Ph.1.89.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
desintegrador, exterminador del Faraón, Ph.1.89, Origenes Pasch.49.29.
German (Pape)
[Seite 602] ὁ, der Zerstreuer, Philo.
Greek Monolingual
ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια)
1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος
2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους
αρχ.
1. διασκορπιστής
2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής.