πλινθιακός

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθιακός Medium diacritics: πλινθιακός Low diacritics: πλινθιακός Capitals: ΠΛΙΝΘΙΑΚΟΣ
Transliteration A: plinthiakós Transliteration B: plinthiakos Transliteration C: plinthiakos Beta Code: plinqiako/s

English (LSJ)

πλινθιακή, πλινθιακόν, of or for bricks: ὁ πλινθιακός = πλινθευτής, D.L.4.36.

German (Pape)

[Seite 636] zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινθευτής, Diog. L. 4, 36.

Russian (Dvoretsky)

πλινθιακός:кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = πλινθευτής, Διογ. Λ. 4. 36.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθιακός
πλινθευτής, πλινθουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος (πρβλ. θηρ-ιακός: θηρ-ίον)].