πηλόπλαστος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
πηλόπλαστον, moulded of clay, π. σπέρμα, of a man, A.Fr. 369.
German (Pape)
[Seite 610] aus Thon, Lehm gebildet, σπέρμα, Aesch. frg. 380.
Russian (Dvoretsky)
πηλόπλαστος: созданный из глины, т. е. из праха (σπέρμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πηλόπλαστος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ πεπλασμένος, π. σπέρμα, ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 373.
Greek Monolingual
-ον, Α
(σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό..
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρόπλαστος].