ἁψιδοειδής
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἁψιδοειδές, arched, vaulted, D.C.68.25; wheel-shaped, Eudox. Ars 19.13.
Spanish (DGE)
-ές
en forma de rueda, circular αἱ τοῦ ἡλίου ... ἐγλείψεις ... μείζους ἁψιδοειδεῖς Ps.Eudox.Ars 19.15
•abovedado ἐν ἁψιδοειδεῖ τινι μεταστυλίῳ D.C.68.25.3.
German (Pape)
[Seite 421] ές, gewölbartig?
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῑδοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἁψῖδος, κυκλικός. Δίων Κ. 68. 25.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀψιδοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα αψίδας.