ἀβρώς
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, not devoured; hence, not bitten by mosquitoes, AP9.764 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ῶτος
no devorado, no picado (por los mosquitos) ἀβρῶτα μεσημβριάοντα φυλάσσει AP 9.764 (Paul.Sil.).
• Etimología: Cf. βιβρώσκω.
German (Pape)
[Seite 5] ῶτος, P. Hil. 66 (IX, 764), τέχνη ἀνέρα ἀβρῶτα φυλάσσει, schützt den Mann, daß er nicht von Mücken (verzehrt) geplagt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) = νῆστις Παῦλ. Σιλ. 66. παρ’ Ἀθην. 9. 764· τέχνη ἀνέρα ἀβρῶτα φυλάσσει· διορθωθὲν ὑπὸ Κοβήτου ἀντί: ἄβρωτος ἐν Σοφ. Ἀπ. 796.
Russian (Dvoretsky)
ἀβρώς: ῶτος adj. несъеденный, неискусанный: μυιάων κέντρον ἀβρῶτά τινα ἀλευόμενον φυλάσσειν Anth. защищать кого-л. от жала мух (о пологе).