συνεκφώνησις
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
-εως, ἡ, Gramm., = συνίζησις 2, Heph.2.1, Aristid.Quint.1.23, cf. Eust.25.33.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, das Zusammenaussprechen, Eust. – Auch = συνίζησις, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφώνησις: ἡ, τὸ συνεκφωνεῖν, ἡ σύγχρονος ἐκφώνησις, Κλήμ. Ἀλεξ. 374, 854· ― παρὰ τοῖς γραμμ., = συνίζησις 2, Εὐστ. σ. 11. 32.