ἀνακλιντήρ
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἀνακλιντῆρος, ὁ, neighbour at dinner, πρῶτος ἦν ἀ. Δαρείου Ps.-Callisth.2.13.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ asiento πρῶτος δὲ ἀ. ἦν ὁ Δαρείου Ps.Callisth.83.3.