ἀντιπερίσπασμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, as military term, diversion, ἀ. ποιεῖν τινί Plb.3.106.6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
distracción como término milit. ποιεῖν ἀντιπερίσπασμα τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.
German (Pape)
[Seite 258] τό, das Abziehen vom Ziele, ποιεῖν τινι, dem Feinde eine Diversion machen, Pol. 3, 106.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπερίσπασμα: ατος τό досл. отвлечение в другую сторону, воен. диверсия (ἀ. ποιεῖν τοῖς πολεμίοις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπερίσπασμα: τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, ἀντιπερισπασμός, ἀντιπερίσπασμα ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.
Greek Monolingual
ἀντιπερίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.