πεντεβάλανος
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
English (LSJ)
[βᾰ], ον, with five wards, κλειδίον IG22.1533.27 (iv B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην παραστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + βάλανος (πρβλ. μονοβάλανος)].