πεντεβάλανος

From LSJ
Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεβάλᾰνος Medium diacritics: πεντεβάλανος Low diacritics: πεντεβάλανος Capitals: ΠΕΝΤΕΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: pentebálanos Transliteration B: pentebalanos Transliteration C: pentevalanos Beta Code: penteba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ], ον, with five wards, κλειδίον IG22.1533.27 (iv B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην παραστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + βάλανος (πρβλ. μονοβάλανος)].