λίσσωσις
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
-εως, ἡ, setting of the hair from the crown of the head, ib.491b8.
German (Pape)
[Seite 53] ἡ, dasselbe, Arist. H. A. 1, 7.
Greek Monolingual
λίσσωσις, ἡ (Α) λισσώ
το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή του κεφαλιού προς τα κάτω.
Russian (Dvoretsky)
λίσσωσις: εως ἡ Arst. = λίσσωμα.