κάτοικτος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
κάτοικτον, pitiable, prob. for κάτοικος, A.Ag. 1286.
Greek Monolingual
κάτοικτος, -ον (Α)
άξιος οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσοικτος, έποικτος].
Russian (Dvoretsky)
κάτοικτος: достойный сострадания Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-οικτος -ον meelijwekkend.