διαπεραντέον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
one must carry to its conclusion, λόγον Pl.Lg.715e.
Spanish (DGE)
hay que pronunciar λόγον Pl.Lg.715e.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεραντέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ συμπεράνῃ, Πλάτ. Νόμ. 715Ε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπεραντέον adj. verb. van διαπεραίνω er moet volledig behandeld worden.
German (Pape)
(διαπεραίνω), man muß vollenden, Plat. Legg. IV.715e.