ἀκαιρολόγος
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ἀκαιρολόγον, unseasonable prater, Ph.2.268, Eust.208.38.
Spanish (DGE)
-ον charlatán inoportuno Ph.2.268, Eust.208.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαιρολόγος: -ον, ὁ ὁμιλῶν, φλυαρῶν ἀκαίρως, Φίλων 2. 268, Εὐστ. 208. 38.
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀκαιρολόγος, -ον)
αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. ακαιρολογία
μσν.- νεοελλ.
ακαιρολογώ].