διάγλυπτος

From LSJ
Revision as of 12:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγλυπτος Medium diacritics: διάγλυπτος Low diacritics: διάγλυπτος Capitals: ΔΙΑΓΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: diáglyptos Transliteration B: diaglyptos Transliteration C: diaglyptos Beta Code: dia/gluptos

English (LSJ)

διάγλυπτον, divided, of a quill-pen, AP6.227 (Crin.).

Spanish (DGE)

-ον tallado de una pluma AP 6.227 (Crin.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
taillé par le ciseau, intaglio.
Étymologie: διαγλύφω.

German (Pape)

ausgeschnitten, Crinag. 4 (VI.227).

Russian (Dvoretsky)

διάγλυπτος: украшенный резьбой, резной (κάλαμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγλυπτος: -ον, ἐγγεγλυμμένος, ἐγκεχαραγμένος, Ἀνθ. Π. 6. 227.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) διαγλύφω
1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα
2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον
το κοσμημένο με πολλές γλυφές.

Greek Monotonic

διάγλυπτος: -ον, χαραγμένος, γλυπτός, εγχάρακτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

carved in intaglio, engraved, Anth.