ἔνουλος
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
Full diacritics: ἔνουλος | Medium diacritics: ἔνουλος | Low diacritics: ένουλος | Capitals: ΕΝΟΥΛΟΣ |
Transliteration A: énoulos | Transliteration B: enoulos | Transliteration C: enoulos | Beta Code: e)/noulos |
ἔνουλον, curled, curly, πλόκαμοι ἔ. Callistr.Stat.3.
-ον rizado πλόκαμοι Callistr.3, οὐρά Anat.Exc.10.
[Seite 850] kraus, Sp.
ἔνουλος: -ον, «σγουρός», πλόκαμοι ἔνουλοι Καλλιστρ. Ἐκφρ. 4.
ἔνουλος, -ον (Α) ούλος
σγουρός, κατσαρός.