κατάπεισις
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
-εως, ἡ, persuasion, Hdn.Epim.110, Sch.E.Or.705.
German (Pape)
[Seite 1368] ἡ, das Überreden, Hdn. epimer. 160.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπεισις: -εως, ἡ, τὸ καταπείθειν, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 110.
Greek Monolingual
κατάπεισις, ἡ (Α) καταπείθω
το να πείθει κάποιος εντελώς.