περασμός
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ὁ, (περαίνω) finishing, LXX Ec.4.8,16, 12.12.
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, Beendigung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περασμός: ὁ, (πέρας) τὸ τέλος, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
διάβαση, πέρασμα
αρχ.
τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. ἐ-πέρασ-α του περῶ + κατάλ. -μός].