ἄντηχος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἄντηχον, sounding in response, ἁρμονία Ph.1.312, 2.485.
Spanish (DGE)
-ον
que suena como respuesta, ἁρμονία Ph.1.312, μέλος Ph.2.485.
German (Pape)
[Seite 248] wiederhallend, Philo.
Greek Monolingual
ἄντηχος, -ον (Α)
αυτός που δίνει απάντηση, που ανταποκρίνεται σε κάποιον ήχο.