ἐπιτεθειασμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. pf. Pass., enthusiastically, Poll.1.16.
German (Pape)
[Seite 989] mit Begeisterung, Poll. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεθειασμένως: Ἐπίρρ. παθ. πρκμ., ἐνθουσιωδῶς, μετ’ ἐνθουσιασμοῦ, Πολυδ. Α΄, 16.
Greek Monolingual
ἐπιτεθειασμένως (Α)
επίρρ. με θεία έμπνευση, με ενθουσιασμό.