κῶθος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ὁ, Sicel name for κωβιός, Numen. ap. Ath.7.304e, 309c.
German (Pape)
[Seite 1541] ὁ, der sicilische Name des Fisches κωβιός, vgl. Mein. I, 530.
Greek (Liddell-Scott)
κῶθος: ὁ, Σικελ. ὄνομα τοῦ κωβιοῦ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 304Ε, 309C.
Greek Monolingual
κῶθος, ὁ (Α)
(σικελική ονομ.) το ψάρι κωβιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων «είδος ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο»].