γεννήτρια

From LSJ
Revision as of 12:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννήτρια Medium diacritics: γεννήτρια Low diacritics: γεννήτρια Capitals: ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ
Transliteration A: gennḗtria Transliteration B: gennētria Transliteration C: gennitria Beta Code: gennh/tria

English (LSJ)

ἡ, = γεννήτειρα, δικῶν Phryn.PSp.62 B.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
engendradora, madre Sch.Er.Il.22.82-3
fig. c. gen. causa, fuente de δικῶν καὶ συκοφαντιῶν Phryn.PS 62, παρρησία ... γ. ... πάντων τῶν παθῶν Dor.Ab.Doct.4.52.

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, fem. zu γεννητής, B. A. 35; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεννήτρια: ἡ, = γεννήτειρα, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35·― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια)
1. η μητέρα
2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι
νεοελλ.
συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του γεννήτωρ.