ἔπυδρος
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
ἔπυδρον, Ion. for ἔφυδρος, Hdt.4.198.
German (Pape)
[Seite 1013] ion. = ἔφυδρος, Her. 4, 198.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἔφυδρος.
Russian (Dvoretsky)
ἔπυδρος: ион. = ἔφυδρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπυδρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἔφυδρος, Ἡρόδ. 4. 198.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔπυδρος: -ον, Ιων. αντί ἔφυδρος.